- μεσημερινός
- -ή, -ο(ΑM μεσημερινός, -ή, -όν)νεοελλ.-μσν.μεσημεριανόςαρχ.(ποιητ. τ.) μεσημβρινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσημεριανός — και μεσημερινός και μεσημερνός, ή, ό (Μ μεσημερινός, ή, όν, θηλ. και μεσημερινού και μεσημερνού) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, αυτός που γίνεται το μεσημέρι, μεσημβρινός, μεσημεριάτικος («μεσημεριανό φαγητό») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
ՀԱՍԱՐԱԿՕՐԵԱՅ — (րէի, ից.) NBH 2 0053 Chronological Sequence: Unknown date, 12c, 14c ա. μεσέμβριος, μεσημερινός meridianus, um Որ ինչ հայի ʼի կէս օր. միջօրեայ. կէսօրուան, միջօրական. *Որպէս խաւար առ լոյս, կամ հասարակօրեայ ճառագայթք առ խոր գիշեր. Սարգ. ՟բ. պ. ՟Ե:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)